Skip to main content

Πολυστάφυλος Πελοπόννησος

Ιστορικές διαδρομές στην οινική Πελοπόννησο

Οι ρίζες της αμπελουργίας και της οινοποίησης στην Πελοπόννησο χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Η αρχαία ελληνική μυθολογία μαρτυρά τη στενή σχέση του οίνου με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τη γέννηση των πόλεων, τη δημιουργία μύθων ως συλλογικού φαντασιακού πεδίου αναφοράς, τη σύνδεσή του με τους Θεούς, τη σημαντικότητά του στις θρησκευτικές, ταφικές, κοσμικές τελετές και τους αθλητικούς αγώνες.

Στα Ομηρικά έπη είναι άφθονες οι αναφορές για την παρουσία του οίνου στη Μυκηναϊκή εποχή και στις πιο σημαντικές περιοχές της Πελοποννήσου, όπως στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο, στη Μαντινεία στην Αρχαία Πύλο και αλλού. Άλλωστε αμφότερα τα επίθετα πολυστάφυλος και αμπελόεσσα με τα οποία χαρακτηριζόταν η Πελοπόννησος στην αρχαιότητα είναι ομηρικά.

Η αρχαιολογική σκαπάνη, η ανάλυση των πρωτογενών πηγών της αρχαιοελληνικής γραμματείας (συγγραφείς και επιγραφές), η ανακάλυψη οργανικών καταλοίπων (γίγαρτα) αποκαλύπτουν την ιστορική συνέχεια του Πελοποννησιακού αμπελώνα, τις απαρχές της αμπελοκαλλιέργιας, της οινοποίησης, των τεχνικών και των μέσων συντήρησης του κρασιού, την ιστορικότητα των ποικιλιών που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, τη σημασία της οινοποίησης στο πολιτισμικό γίγνεσθαι και τον σημαντικό ρόλο του κρασιού στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και μας τροφοδοτούν με σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της Πελοποννήσου.

  • Αργολίδα

    Στην γεωγραφική περιοχή της Αργολίδας είναι πλούσια η ιστορία της αμπέλου. Ανασκαφές σε διάφορα σημεία μας δίνουν πληροφορίες για την άμπελο και τον οίνο ενώ οι «κρατήρες», τα ποτήρια του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κοσμούν τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου.

    Ευρήματα γιγάρτων (κουκουτσιών) στην πρωτοελλαδική κεραμική της Λέρνας Αργολίδας επιβεβαιώνουν τη συνύπαρξη καλλιεργημένων και άγριων ποικιλιών αμπέλου. Στην ίδια ιστορική εποχή εντάσσεται και το αποτύπωμα κλιματόφυλλου στη βάση πρωτοελλαδικού αγγείου από το Σύνορο της Αργολίδας.

    Οι περισσότερες ενδείξεις χρήσης οίνου προέρχονται από το Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών και προφανώς συνδέονται με τη λατρευτική πρακτική. Αγγεία που ανήκουν στην περίοδο 1250-1100 π.Χ. σώζουν ίχνη λαδιού και κρασιού. Σε έναν αμφορέα και μία κύλικα βρέθηκαν ίχνη από κρασί με ρητίνη γεγονός που αποδεικνύει ότι οι Μυκηναίοι γνώριζαν τη «ρετσίνα» στην οποία προσέθεταν και απήγανο όπως μαρτυρεί τριποδική χύτρα από οικία της Ακρόπολης των Μυκηνών στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα π.Χ.

    Το σημαντικότερο όμως αρχαιολογικό εύρημα της Μυκηναϊκής εποχής είναι αναμφισβήτητα το χρυσό κύπελο του Νέστορα που ανακαλύφθηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν το Νοέμβριο του 1876 στις ανασκαφές των Μυκηνών και συγκεκριμένα στον τάφο ΙV του ταφικού κύκλου Α.
    Τέλος, να επισημάνουμε την Ομηρική αναφορά στην Ιλιάδα για την αμπελόεντ’ Επίδαυρον (Ιλίας Β 561).

    Η αμπελουργία και η οινοπαραγωγή συνεχίζονται αδιάκοπα σε όλες τις ιστορικές εποχές στην Αργολίδα όπως μας αποδεικνύουν οι ανασκαφές γύρω από την πόλη του Άργους και οι γραπτές πηγές. Ιδιαίτερα κατά την Ενετοκρατία η παραγωγή κρασιού εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη.

    Τον 17ο και τον 18ο αιώνα μαρτυρείται αμπελοκαλλιέργεια τόσο στο Άργος και το Ναύπλιο όσο και στην περιφέρεια. Στα 1668 ο Evliya Celebi μνημονεύει αμπέλια στους κήπους των σπιτιών του Άργους και σαράντα είδη σταφύλια καθώς και αμπέλια με ζουμερές ρώγες που φύονται στις δυτικές συνοικίες του Ναυπλίου. Υπολογίζει πως τριγύρω η πόλη αριθμεί 18.000 αμπέλια.

    Η εικόνα αυτή αναστρέφεται κατά την επανάσταση του 1821 όταν οι Τούρκοι του Ναυπλίου καταστρέφουν συστηματικά τα αμπέλια της περιοχής.

    Στη σύγχρονη ιστορία, μεγάλη η φήμη των κρασιών ιδιαίτερων περιοχών, όπως το Γυμνό, το Μαλανδρένι, το Δίδυμο, η Ερμιόνη, υπήρξαν σημαντικά για την τοπική οικονομία.

  • Αρκαδία

    Η περιοχή της Μαντινείας στην Αρκαδία έχει μακρά παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια, η οποία ξεκινά από αρχαιοτάτων χρόνων όπως μαρτυρά πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων που συνδέουν την περιοχή με το κρασί και τη λατρεία του θεού Διόνυσου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην περιοχή βρίσκεται και το κλήμα (Vitis Vinifera) του Παυσανία, το οποίο από πολλούς πιστεύεται ότι είναι το αρχαιότερο αμπέλι στον κόσμο ηλικίας περίπου 3.000 χρόνων.

    Η περιοχή της Μαντινείας ανήκει, αναμφίβολα, στις πιο γνωστές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας από τους αρχαίους χρόνους. Το κλίμα, άλλωστε, όπως και η ποικιλία του εδάφους της, καθιστούσαν πάντα την Αρκαδική γη πρόσφορη για κάτι τέτοιο.

    Σύμφωνα με τη μυθολογία, εδώ βρισκόταν η μόνιμη κατοικία (στο όρος Μαίναλο) του Πάνα. Ο Πάνας ήταν ο πιστός ακόλουθος του θεού Διόνυσου, που ξεχώριζε για την αγάπη του στο τραγούδι, το χορό και το γλέντι. Οι Αρχαίοι Αρκάδες λάτρευαν τον θεό Πάνα στον ίδιο βαθμό που λάτρευαν και τον θεό Διόνυσο. Η σχέση της διασκέδασης και του κρασιού, λοιπόν, είναι μια σχέση που κρατάει χρόνια στην περιοχή.

    Ο Όμηρος χαρακτηρίζει την Μαντινεία ως πολυάμπελο. Ο Παυσανίας στην περιήγησή του έκανε ειδική μνεία στην περιοχή στο 8ο βιβλίο του «Αρκαδικά». Ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος αναφέρονται στους οίνους της Αρκαδίας, τον περίφημο κάπνειο οίνο της αρχαιότητας που έφτασε μέχρι τις μέρες μας με την ονομασία Μοσχοφίλερο. Το κρασί της Μαντινείας ήταν γνωστό επί Τουρκοκρατίας και κατά τον 19ο αιώνα τροφοδοτεί την Αθήνα. Το πρώτο ελληνικό αφρώδες κρασί παράχθηκε εδώ, από το αρωματικό Μοσχοφίλερο.

  • Αχαΐα

    Στην περιοχή της Αχαΐας ήταν γνωστή από την αρχαιότητα η αμπελουργία και η παραγωγή οίνου όπως μαρτυρούν οι αρχαίοι ληνοί που ανακαλύφθηκαν, από αρχαιολογικές ανασκαφές, διάσπαρτοι στην περιοχή. Ενδεικτική είναι η ανακάλυψη πήλινου φορητού ληνού στην περιοχή Τσουκαλαίικα, έξω από την Πάτρα, που χρονολογείται τον 4ο αιώνα π.Χ. Επίσης, έχουν βρεθεί σε πολλές αγροικίες της Πατραϊκής μωσαϊκά ρωμαϊκής εποχής με Διονυσιακές απεικονίσεις, σκηνές τρύγου, συγκροτήματα ληνών και χώροι αποθήκευσης οίνου και γλεύκους που ανάγονται στην περίοδο του 1ου - 3ου αιώνα μ.Χ.

    Η οινική παράδοση της Αχαΐας συνεχίστηκε τον Μεσαίωνα με ξακουστή την Δανιηλίδα και τα κελάρια της.

    Από το 1685 και για 30 χρόνια, η Πελοπόννησος βρέθηκε υπό βενετική κυριαρχία, οπότε έγιναν προσπάθειες για την ανασυγκρότησή της. Μοιράστηκαν δημόσιες εκτάσεις μεταξύ των οποίων και αμπελώνες και εισπράχθηκαν φόροι.

    Στη γνωστή περιγραφή της Πελοποννήσου του φλωρεντινού γιατρού Alessandro Pini το 1703 αναφέρεται ότι όλοι οι κάτοικοι του Μωριά, γέροι και νέοι, άνδρες και γυναίκες, έπιναν κρασί και για να το διατηρήσουν όσο γινόταν περισσότερο το ανακάτευαν με ρετσίνι από έλατο που το άφηναν να λιώνει μέσα στα βαρέλια. Προσθέτει ακόμα ότι από τις πιο όμορφες και εύφορες περιοχές ήταν αυτή των Καλαβρύτων και ότι η κοιλάδα του Νεζερού παρήγαγε το καλύτερο κρασί στην Πελοπόννησο.

    Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της περιόδου της Ενετοκρατίας ήταν η προσπάθεια των Βενετών να καταρτίσουν κτηματοτολόγιο στον Μωριά ώστε να διαχωρίσουν τις δημόσιες από τις ιδιωτικές γαίες. Στους σημαντικότερους κατόχους αμπελώνων που μνημονεύονται στα σχετικά έγγραφα συγκαταλέγεται η μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.

    Βενετοί και πελοποννησιακό κρασί αλληλοωφελήθηκαν, αλλά η κατάληψη του Μωριά από τους Τούρκους, το 1715, θα σημάνει το τέλος της Ενετοκρατίας και την ανατολή νέων σκοτεινών χρόνων για τον πελοποννησιακό αμπελώνα.

    Μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική αυτοκρατορία, η οινική ιστορία της Αχαΐας σφραγίζεται από την έλευση το 1852 στην Πάτρα του Βαυαρού Γουσταύου Κλάους. Ο Κλάους από το 1861-1864 φύτευσε τους πρώτους αμπελώνες του στην περιοχή Ριγανόκαμπο, έναν όμορφο λόφο που δεσπόζει της Πάτρας και στη συνέχεια έκτισε το περίφημο οινοποιείο του, ένα μνημείο-μουσείο του οινικού πολιτισμού που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Ιστορία του κρασιού στην Ελλάδα μέχρι της μέρες μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Κλάους έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης οινοπαραγωγής στην Ελλάδα και συνέβαλε στο πέρασμα από την αγροτική οικιακή παραγωγή, με τα αμφίβολα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στη σύγχρονη εποχή της οινοποιίας και της ποιοτικής έκρηξης.

    Το όνομα του Κλάους και της Achaia Clauss συνδέθηκε αμετάκλητα με την παραγωγή του κόκκινου γλυκού κρασιού Μαυροδάφνη (vin de liquer) που πρωτοκυκλοφόρησε το 1873.
    Η φήμη του προϊόντος επεκτάθηκε πολύ γρήγορα στη Γερμανία και το παγκόσμιο εμπόριο οίνου και σε πολλές περιόδους και αγορές θεωρήθηκε ισάξιο και αντικατέστησε τα κρασιά Porto, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου.

    Στη νεώτερη περίοδο η Πάτρα πρωτοπορεί με τον Clauss και την Achaia Clauss, ενώ η κοινωνική της ζωή χαρακτηρίζεται από τα πολλά της οινοπωλεία (κρασοπουλιά) όπου οι θαμώνες απολαμβάνουν κρασί με συνοδεία μαγειρευτών φαγητών. Το 1899, σ’ έναν πληθυσμό 35.000 κατοίκων, η Πάτρα έχει 212 οινοπώλες (και άλλους 300 πωλητές ποτών) έναντι 210 παντοπωλών με είδη διατροφής.

  • Ηλεία

    Το εύφορο, μέσης γονιμότητας έδαφος του νομού Ηλείας στα πεδινά και χαμηλότερης γονιμότητας στα ορεινά τμήματα της ζώνης, βοήθησε στην ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με πληθώρα αναφορών για την αμπελόεσσα Ηλεία σε αρχαία κείμενα και ανασκαφικά ευρήματα συνδεδεμένα με την άμπελο και την παραγωγή οίνου σε όλη της έκταση (βλ. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Οίνον Ιστορώ – Αμπελοοινική Ιστορία και Αρχαιολογία της ΒΔ Πελοποννήσου», Έκδοση της Εταιρείας Κτήμα Μερκούρη ΑΕ, Αθήνα 2001).

    Η αρχαιολογική σκαπάνη επίσης έχει αποκαλύψει και αναδείξει αρκετά αρχαία πατητήρια, μεταξύ των οποίων ένα εξαιρετικό δείγμα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας καθώς και άλλα τεκμήρια της σημασίας που η καλλιέργεια της αμπέλου και η παραγωγή οίνου είχαν για την περιοχή σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής.

    Ο μύθος της μάχης του Ηρακλή με τους Κενταύρους στο οροπέδιο της Φολόης είναι μια πολύ γνωστή μυθολογική αναφορά που ερμηνευόμενη παραπέμπει στην αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή οίνων υψηλής ποιότητας στην Ηλεία κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στην περιοχή τουλάχιστον της Πίσας γινόταν συστηματική αμπελοκαλλιέργεια. Κατά τους νεώτερους χρόνους, με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό, στην Ηλεία παράλληλα με την αμπελοκαλλιέργεια αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και η σταφιδοκαλλιέργεια, όπως ακριβώς και σε ολόκληρη τη βόρεια, δυτική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο και τα Ιόνια νησιά της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς, λόγω του μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος που παρουσίαζε. Παράλληλα με την εκτεταμένη σταφιδοκαλλιέργεια, η παρουσία στην περιοχή μεγάλων οινοποιητικών μονάδων (Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων στον Πύργο, Οινοποιεία ΑΣΟ σε διάφορες περιοχές, Οινοποιείο του Κτήματος Μερκούρη στο Κορακοχώρι Πύργου, Δαφαράνος στην περιοχή Ζαχάρως κ.ά.) είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή οίνων σε σημαντικές ποσότητες κυρίως ξηρών αλλά και γλυκών, με βάση τις τοπικά καλλιεργούμενες ποικιλίες Refosco, Μαυροδάφνη, Μαυρούδια, Ροδίτη, Φιλέρια κ.ά. Μέρος της παραγωγής αυτής αποτέλεσε αντικείμενο εξαγωγής στην κεντρική Ευρώπη, τη Γαλλία - στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα - και αλλού.

    Το ιστορικότερο οινοποιείο της περιοχής είναι αναμφισβήτητα το Κτήμα Μερκούρη, το οποίο δημιουργήθηκε την ίδια περίοδο με την Αchaia Clauss στη γειτονική Αχαϊα, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρό ρόλο που παίζει ο κλάδος της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποιίας στην οικονομική ανάπτυξη της δυτικής Πελοποννήσου. Η ίδρυση του κτήματος ανάγεται στο έτος 1864, όταν αγοράστηκαν από τον Θεόδωρο Μερκούρη, από παραχώρηση εθνικών γαιών, εκτάσεις που στη συνέχεια αποτέλεσαν το Κτήμα Μερκούρη. Ακολουθεί, λίγα χρόνια αργότερα, η εγκατάσταση του πρώτου αμπελώνα με μοσχεύματα της ποικιλίας Refosco που εισάγονται από την βόρεια Ιταλία (Friuli). Στα τέλη του 19ου αιώνα, το κρασί του κτήματος γίνεται αντικείμενο εξαγωγής στην Ευρώπη. Καΐκια της εποχής αράζουν από καιρό σε καιρό στο μικρό όρμο του κτήματος για να φορτώσουν τα γεμάτα με κόκκινο κρασί δρύινα βαρέλια, με προορισμό το λιμάνι της Τεργέστης. Σήμερα, το μοναδικής ομορφιάς κτήμα λειτουργεί, εκτός από το σύγχρονο οινοποιείο και το μουσείο όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει σημαντικά εκθέματα της νεότερης ιστορίας του Πελοποννησιακού κρασιού.

  • Κορινθία

    H σημαντικότερη οινοπαραγωγός περιοχή της Ελλάδας, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και τις μέρες μας, είναι η περιοχή της Νεμέας, η οποία αποτελείται από 2 λεκανοπέδια:
    Το λεκανοπέδιο της Νεμέας, όπου βρίσκονται τα ερείπια του ναού του ∆ιός και το λεκανοπέδιο του Αγίου Γεωργίου, το Φλιάσιον πεδίον των αρχαίων.
    Η καρδιά της αμπελουργικής ζώνης της Νεμέας, που αποτελείται από τους αμπελώνες 10 κοινοτήτων του Δήμου Νεμέας, λεγόταν στην κλασσική αρχαιότητα «Φλιασία χώρα». Στους αμπελώνες της καλλιεργείτο η Φλιασία άμπελος, από τα σταφύλια της οποίας παραγόταν ο Φλιάσιος οίνος ο οποίος ονομαζόταν και αίμα του Ηρακλή (Αντιφάνης στον Αθηναίον).

    Η πόλη – κράτος Φλιούς έκοψε νομίσματα με σύμβολα του Διονύσου, θεού της αμπέλου και του οίνου. Εξάλλου ο Φλίας, οικιστής της πόλης – κράτους Φλιούς, αναφέρεται στις πηγές ως πλούσιος χάρη στα αμπέλια που είχε χαρίσει στην περιοχή ο πατέρας του Διόνυσος (Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά Ι 115-117). Ο Φλιάσιος οίνος ήταν γνωστός σ’ ένα ευρύ, πολυεθνικό κοινό της εποχής, που συνέρρεε στους αγώνες της γειτονικής Νεμέας, ένας από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες της ελληνικής αρχαιότητας (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα). Δεδομένου ότι η ιερή κοιλάδα της Νεμέας, όπου ο μεγαλοπρεπής ναός του Νέμειου Δία δεν κατοικείτο, στην «ιερά πανήγυριν των Νεμείων αγώνων», όπου έρεε άφθονο το κρασί, όπως σε όλα τα πανηγύρια, έπιναν τον οίνο της γειτονικής Φλιασίας.
    [Ειδικότερα για την καλλιέργεια, ό,τι γνωρίζαμε από την αρχαία γραμματεία για τον τριπλό τρόπο φύτευσης των αμπελώνων - με ολική εκσκαφή, με τάφρους, ή με λάκκους/οπές - επιτέλους επιβεβαιώθηκε και αρχαιολογικώς στην Πελοπόννησο: η μέθοδος του ταφρεύειν εντοπίσθηκε σε ανεσκαμμένους αμπελώνες στο ιερό του Διός στη Νεμέα, αλλά και σε τρεις περιπτώσεις στην Κάτω Αχαγιά. Από τις 8 συνολικά γνωστές περιπτώσεις αρχαίων αμπελώνων με τάφρους στην Ανατολική Μεσόγειο, οι τέσσερις ανήκουν στην Πελοπόννησο (όλες του 1ου αιώνα π.Χ.)]*
    * Γ.Α ΠΙΚΟΥΛΑΣ, Αμπελόεσσα Πελοπόννησος, Αρχαιογνωστική Επισκόπηση, Οίνον Ιστορώ.

    Η πόλη Φλιούς επέζησε στους ρωμαϊκούς χρόνους, καθώς και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Όμως τον 13ο αιάνα, λόγω των επιδρομών (Γότθοι, Σλάβοι), οι πληθυσμοί αποσύρονταν από τις πεδινές περιοχές και οι οικισμοί χτίζονταν πάνω ή γύρω σε απόκρημνα υψώματα. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους της Φλιασίας χώρας, που συγκεντρώθηκαν γύρω και πάνω στο βουνό Πολύφεγγος, που δεσπόζει της κοιλάδας, δημιουργώντας δυο οικισμούς: τον πάνω και κάτω Άγιο Γεώργιο.

    Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο κάτω Άγιος Γεώργιος εξελίχθηκε σε μεγαλοχώρι. Από κατάστιχα της Φραγκοκρατίας, Τουρκοκρατίας και Βενετοκρατίας, προκύπτει ότι ο Άγιος Γεώργιος και τα γύρω χωριά είχαν ως κύριες καλλιέργειες τα δημητριακά και τα αμπέλια. Το κρασί ήταν το «κυριώτατον» προϊόν γιατί ήταν πλουτοπαραγωγό ως εμπορεύσιμο. Τα χρόνια εκείνα ήταν φυσικό να αλλάξει όνομα και ο Φλιάσιος οίνος, που έγινε Αγιωργίτικο κρασί, η δε Φλιασία άμπελος «μεταβαφτίσθηκε» σε Αγιωργίτικο σταφύλι.

    Το 1834, όταν συστήθηκαν οι πρώτες μονάδες Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ελληνικού κράτους, στην περιοχή δημιουργήθηκαν δυο δήμοι: ο δήμος Φλιούντος και ο δήμος Νεμέας, που είχε έδρα τον Άγιο Γεώργιο. Το 1840, όταν έγιναν οι πρώτες συγχωνεύσεις δήμων, ο δήμος Φλιούντος προσαρτήθηκε στο δήμο Νεμέας και ο Άγιος Γεώργιος μετονομάστηκε το 1923 σε Νεμέα.

    Το σταφύλι και το κρασί εξακολούθησαν να λέγονται Αγιωργίτικο, από το παλαιό όνομα του χωριού. Το κρασί του Αγιώργη, «μαύρο, δυνατό, το καλύτερο κρασί του Μοριά», το βρίσκουμε να αναφέρεται σε πολλά ταξιδιωτικά ξένα περιηγητικά του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και σε πολλά ελληνικά βιβλία (ιστορικά, γεωγραφικά, λαογραφικά) του 19ου αιώνα. Όμως ενώ το σταφύλι λέγεται ακόμη και σήμερα Αγιωργίτικο, το κρασί, που ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να φέρει το όνομα του δήμου, έγινε Νεμεάτικο.

    Δεδομένου ότι το Φλιάσιον πεδίον της αρχαιότητας - το οροπέδιο της σύγχρονης Νεμέας - περιβάλλεται από πανύψηλα βουνά και η έλλειψη αμαξωτών δρόμων μέχρι και το 1960 καθιστούσε δύσκολες τις επικοινωνίες, αλλά και το γεγονός ότι η ποικιλία αμπέλου Αγιωργίτικο δεν καλλιεργείτο – μέχρι τα τελευταία 15 χρόνια – σε καμία άλλη περιοχή της Ελλάδας ή σε άλλη ξένη χώρα, θεωρείται δίκαια αυτόχθονη ποικιλία, με βαθιές ρίζες στο χρόνο.

    28 αιώνες ιστορίας αποδεικνύουν ότι το τοπωνύμιο Νεμέα αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό οινοπέδιο (terroir).

  • Λακωνία

    Οι μοναδικές μαρτυρίες για την αμπελοκαλλιέργεια στη Λακωνία κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους προέρχονται από οικία στο Μενελάιο της Σπάρτης. Σε σφράγισμα από πηλό, που έφραζε το στόμιο πίθου, ο οποίος βρέθηκε μαζί με Υστεροελλαδική ΙΙΙ κεραμεική, διασώθηκε αποτύπωμα αμπελόφυλλου. Σε θραύσμα μεγάλου Υστεροελλαδικού ΙΙΙ Β ειδωλίου, πιθανώς θεότητας, από το Αμυκλαίο της Σπάρτης, σώζεται το χέρι μορφής που κρατά στέλεχος κύλικας, σκεύους που σχετίζεται με τον οίνο σε σπάνιες εικονιστικές παραστάσεις αγγείων (Σαλαβούρα, Οίνος, ό.π., 74).

    Στην ιστορική αρχαιότητα, οι αναφορές της αρχαίας γραμματείας επιβεβαιώνουν ότι η Λακωνία ήταν αμπελόεσσα και πολύοινος. Στην επικράτεια της αρχαίας Σπάρτης παραγόταν ο περιβόητος λακεδαιμόνιος οίνος. Η λατρεία του Διονύσου στη Λακωνία και κυρίως στον Πάρνωνα επιβεβαιώνει την ύπαρξη αμπελοκαλλιέργειας ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γ.Α. Πίκουλας μελετώντας τα σχετικά χωρία με τις εισφορές των Σπαρτιατών πολιτών στα συσσίτια, στην Αρχαία Λακωνία στα τέλη του 6ου - αρχές 5ου αιώνα π.Χ., το μέγεθος της οινοπαραγωγής ανερχόταν στον εντυπωσιακό αριθμό των 15.000.000 - 20.000.000 σημερινών φιαλών των 0,75 lt.

    Αναμφισβήτητα το σημαντικότερο κρασί της Λακωνίας στο τέλος των Βυζαντινών χρόνων και μερικούς αιώνες μετά παραγόταν στην περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς, όπου βρίσκεται και η μοναδική καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς. Το κρασί αυτό ήταν γνωστό ως Δωρικός οίνος, Μονεμβάσιος οίνος, vinum de Malvasia, vinum de Monovasia, vinum Malvasie, vinum Monemvasie και Malvasia.

    «Πέντε ολόκληρους αιώνες κράτησε η κυριαρχία του ελληνικού Μονεμβασία - Malvasia στις ξένες αγορές της Ανατολής και της Δύσης: άρχισε να παράγεται πριν τον 13ο αιώνα στη βυζαντινή Μονεμβασιά....Κανένα άλλο κρασί δεν απόχτησε τόση φήμη κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση και κανένα όνομα κρασιού από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία.» γράφει η Σταυρούλα Κουράκου - Δραγώνα σε άρθρο της στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο «Ο οίνος «μαλβαζία» στη Δύση».

    Είναι γεγονός ότι η Malvasia για αιώνες αποτελούσε αυτοκρατορικό δώρο ενώ ήταν ξακουστή τόσο στο Βυζάντιο όσο και στις βασιλικές αυλές της μεσαιωνικής Ευρώπης. Στον Ριχάρδο τον τρίτο του Σαίξπηρ βρίσκουμε τη μνημειώδη φράση «Να με πνίξετε σ’ ένα βαρέλι με κρασί Μalvasia!» (George Plantagenet, Duke of Clarence, in Shakespeare’s Richard III, 1592).

    Μετά από πολλές ιστορικές ανακατατάξεις στην Πελοπόννησο, που σχετίζονται με την εναλλαγή της κυριαρχίας των Ενετών και των Οθωμανών, το κρασί της Μονεμβάσιας περνά από την εξαγωγική ακμή του στην παραγωγική εξαφάνισή του. Τελικά, μετά από μια δεκαετία συστηματικής μελέτης για την αναβίωση του ιστορικού οίνου, καλλιεργειών και πειραματικών οινοποιήσεων, στις 23 Ιουλίου 2010 (ημέρα που εορτάζεται η επέτειος της απελευθέρωσης της Μονεμβασιάς από τους Τούρκους) εκδόθηκε το φύλλο 1125 της εφημερίδας της κυβέρνησης όπου αναγνωρίζονται οίνοι Μονεμβασία - Malvasia ως Προστατευόμενη Ονομασία Προελεύσεως (ΠΟΠ) για οίνο λευκό γλυκό από λιαστά σταφύλια και οίνο λικέρ από λιαστά σταφύλια.

  • Μεσσηνία

    Η αμπελοκαλλιέργεια στη Μεσσηνία, όπως και σε όλη την Ελλάδα, ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Στα έπη του Ομήρου υπάρχουν αναφορές για διάφορες περιοχές της Μεσσηνίας, οι οποίες μαρτυρούν παράδοση στην παραγωγή κρασιού.

    Συγκεκριμένα την περιοχή Μεθώνης Μεσσηνίας (παλαιά Πήδασο) χαρακτηρίζει κατάμεστη από αμπέλια: «..... καλήν τ’ Αίπειαν και Πήδασον αμπελόεσσαν» (Ι στιχ. 152 και 294). Στο γεύμα που παρέθεσε ο βασιλιάς της Πύλου Νέστορας στον Τηλέμαχο, ο Όμηρος αναφέρει ότι οι καλεσμένοι ήπιαν κρασί μέσα σε χρυσά κύπελλα: «... εν δ’ οίνον έχεεν χρυσσίω δέπαι...» (γ στιχ. 41)

    Ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά αναφερόμενος στο όνομα του βουνού Εύα (σημερινός Άγιος Βασίλειος) σημειώνει ότι εδώ στη Μεσσηνία ο Διόνυσος και οι γυναίκες που τον ακολουθούσαν, αναφώνησαν για πρώτη φορά «Ευοί-Ευάν» (εβίβα) αφού δοκίμασαν το κρασί του τόπου.

    Η διονυσιακή λατρεία, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο κατείχε το κρασί, ήταν γνωστή ιδιαίτερα στη Μεσσηνία. Η θεότητα του κλίματος και του οίνου, ο Διόνυσος, το όνομα του οποίου εμφανίζεται δύο φορές στις πινακίδες της Πύλου, δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στην άρχουσα τάξη. Ο οίνος κλόνιζε επικίνδυνα τα θεμέλια και τις δομές της συγκεντρωτική ανακτορικής εξουσίας. Ο Διόνυσος και η λατρεία του δεν φαίνεται να διέκρινε αριστοκράτες και λαϊκούς, ήταν αντίπαλος σε κάθε δεσποτική εξουσία και εξέφραζε την πολυπόθητη για το λαό ισότητα. Στον Όμηρο αναγνωρίζεται η ευεργετική επίδραση της μέτριας χρήσης του οίνου αλλά στηλιτεύεται η κατάχρηση που θεωρείται ατιμωτική. Η λέξη οινοβαρές που αποτείνεται στον Αγαμέμνωνα αποτελεί βαριά ύβρη.
    Ένα από τα βασίλεια που τίμησαν περισσότερο τον 10ο και 13ο π.Χ. αιώνα ήταν της Πύλου και στα ανάκτορα του βασιλιά Νέστορος, στις ανασκαφές που έγιναν στο λόφο του Άνω Εγκλιανού, βρέθηκαν στο δωμάτιο αναμονής δύο μεγάλοι πίθοι για κρασί για τους επισκέπτες ενώ στο διπλανό δωμάτιο ήταν αποθήκη τροφίμων με εκατοντάδες κύλικες πάνω σε ξύλινα ράφια όπου αποθήκευαν το λάδι και το κρασί.

    Το αμπέλι και το κρασί είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Μεσσηνίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από τα λιμάνια της Καλαμάτας, της Κορώνης και της Πύλου γινόταν εξαγωγή των κυριοτέρων προϊόντων της περιοχής: λάδια, κρασιά, σταφίδες.